δεκαεξαετία

δεκαεξαετία
η
περίοδος δεκαέξι ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαεξαέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκκαιδεκαέτης — ἑκκαιδεκαέτης, ο (Α) 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαέξι ετών, ο δεκαεξαετής 2. περίοδος που αποτελείται από δεκαέξι χρόνια, η δεκαεξαετία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”